- ἄρτισις
- ἄρτῐσις, εως, ἡ, ([etym.] ἀρτίζω)A equipment, v. l. for
ἄρτησις, ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄ. Hdt.1.195
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄρτησις, ἡ περὶ τὸ σῶμα ἄ. Hdt.1.195
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άρτισις — ἄρτισις, η (Α) [αρτίζω] ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται κάποιος … Dictionary of Greek
ἀρτίσεις — ἄρτισις equipment fem nom/voc pl (attic epic) ἄρτισις equipment fem nom/acc pl (attic) ἀρτίζω get ready aor subj act 2nd sg (epic) ἀρτίζω get ready fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)